- μπακάλικος
- -η, -ο, θηλ. και -ια [μπακάλης]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μπακάλη, στο μπακάλικο ή στη μπακαλική2. μτφ. α) (για πρόσ.) άξεστος, χυδαίος («μπακάλικα φερσίματα»)β) (για μέθοδο σκέψης ή τρόπο υπολογισμών) εντελώς εμπειρικός, απλοϊκός.
Dictionary of Greek. 2013.