μπακάλικος

μπακάλικος
-η, -ο, θηλ. και -ια [μπακάλης]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μπακάλη, στο μπακάλικο ή στη μπακαλική
2. μτφ. α) (για πρόσ.) άξεστος, χυδαίος («μπακάλικα φερσίματα»)
β) (για μέθοδο σκέψης ή τρόπο υπολογισμών) εντελώς εμπειρικός, απλοϊκός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπακάλικος — η, ο 1. οσχετικός με τον μπακάλη: Στο μανάβικο της γειτονιάς μου έχει και μπακάλικα είδη. 2. μτφ., άξεστος, απολίτιστος: Είχε μπακάλικη νοοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπακαλίστικος — η, ο μπακάλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπακάλης + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, καλογερ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • μπακαλική — η 1. το επάγγελμα τού μπακάλη 2. φρ. «είδη μπακαλικής» τα προϊόντα και ιδίως τα τρόφιμα που πωλούνται στα μπακάλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μπακαλικός / < μπακάλης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”